- σιδηροδρομικώς
- επίρρ. железнодорожным путём, по железной дороге
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδηροδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικό όχημα» β. «σιδηροδρομικός σταθμός») 2. αυτός που γίνεται με τον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικές μεταφορές» β. «σιδηροδρομικό ταξίδι») 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η,… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
καμπέρα — (Canberra, αυστραλιανή προφορά Κάνμπερα). Πόλη (311.518κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο που περιβάλλεται από λόφους, περίπου 240 χλμ. ΝΔ του Σίδνεϊ. Είναι… … Dictionary of Greek
Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… … Dictionary of Greek
Ανόι — (Ha Noi).Πόλη (1.372.800 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα του Βιετνάμ, στο δέλτα του ποταμού Σονγκ Κόι (Ερυθρός Ποταμός). Εκτείνεται στη δεξιά όχθη του ποταμού και σε μικρό μέρος της απέναντι όχθης με την οποία το συνδέει γέφυρα. Στο κέντρο του, που… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βικτόρια, λίμνη — (Victoria Nyanza). Λιμναία λεκάνη (69.490 τ. χλμ.) της κεντροανατολικής Αφρικής, η μεγαλύτερη σε μέγεθος της Αφρικής και δεύτερη στον κόσμο, μετά την Άνω λίμνη της Βόρειας Αμερικής (αν εξαιρέσουμε την Κασπία θάλασσα). Αποτελεί φυσικό σύνορο… … Dictionary of Greek
Βοιωτίας, νομός — Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του Ευρίπου, το οποίο αποτελεί… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Έδεσσα — I Πόλη (υψόμ. 320 μ., 18.253 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Πέλλης και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στον αυχένα που ενώνει τα όρη Βέρμιο και Βόρας και στην αρχή μιας εύφορης εκτεταμένης πεδιάδας, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek
Ερεβάν — Πόλη (1.247.200 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας, γνωστή μέχρι το 1936 με την ονομασία Εριβάν. Βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της πεδιάδας του Αραράτ και διασχίζεται από τον ποταμό Ραζντάν. H πόλη αποκαλείται από τους… … Dictionary of Greek